- ὀλβιόβιος
- ὀλβιό-βῐος,A giving a prosperous life, epith. of Heracles, Fouilles de l'Inst. Français d'arch. Orientale 4(2).72 ([place name] Egypt).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολβιόβιος — ὀλβιόβιος (Α) (ως προσωνυμία τού Ηρακλέους) 1. αυτός που παρέχει ευτυχισμένη ζωή, όλβιο βίο 2. (κατ άλλη ερμην.) αυτός που ζει ευτυχισμένη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + βίος (πρβλ. λιτό βιος)] … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek